- ἕλμινς
- ἕλμινςwormfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έλμινς — η (συνήθ. στον πληθ. έλμινθες, οι) (Α ἕλμινς και ἕλμις) σκουλήκι που ζει παρασιτικά στον εντερικό σωλήνα ανθρώπων και ζώων (κν. έρμιγγας, όρμιγγας, λεβίδα και λέβιθος) … Dictionary of Greek
ἑλμίνθων — ἕλμινς worm fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλμιν — ἕλμινς worm fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλμινθα — ἕλμινς worm fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλμινθας — ἕλμινς worm fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλμινθες — ἕλμινς worm fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλμινθι — ἕλμινς worm fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλμινθος — ἕλμινς worm fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλμινσι — ἕλμινς worm fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλμινσιν — ἕλμινς worm fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)